αποθεματικός

αποθεματικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με το απόθεμα, αυτός που φυλάσσεται ως απόθεμα
2. το ουδ. ως ουσ. μέρος των κερδών τα οποία δεν διανέμονται στους μετόχους των εταιρειών που χρησιμοποιείται για την αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας και όχι του μετοχικού κεφαλαίου
3. κονδύλι πιστώσεων του υπουργείου Οικονομικών για την αναπλήρωση πιστώσεων των διαφόρων υπουργείων και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απόθεμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποθεματικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με το απόθεμα, που φυλάγεται ως απόθεμα: Αυξήθηκε το αποθεματικό κεφάλαιο της Τράπεζας Α …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”